- αναπληρωτικός
- -ή, -ό (Α ἀναπληρωτικός, -ή, -όν)ο αναπληρωματικός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπληρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Αντ. Ροντήρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναπληρωτικά — ἀναπληρωτικός filling up neut nom/voc/acc pl ἀναπληρωτικά̱ , ἀναπληρωτικός filling up fem nom/voc/acc dual ἀναπληρωτικά̱ , ἀναπληρωτικός filling up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπληρωτικῶν — ἀναπληρωτικός filling up fem gen pl ἀναπληρωτικός filling up masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπληρωτικόν — ἀναπληρωτικός filling up masc acc sg ἀναπληρωτικός filling up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπληρωτικαί — ἀναπληρωτικός filling up fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπληρωτικοῖς — ἀναπληρωτικός filling up masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπληρωτική — ἀναπληρωτικός filling up fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπληρωτικήν — ἀναπληρωτικός filling up fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… … Dictionary of Greek